- βοστρυχίζω
- βοστρυχίζω (Α) [βόστρυχος]1. σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά2. (για ύφος λόγου) πλέκω, στολίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοστρυχίζουσι — βοστρυχίζω curl pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βοστρυχίζω curl pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβοστρύχιζον — βοστρυχίζω curl imperf ind act 3rd pl βοστρυχίζω curl imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχιζομένους — βοστρυχίζω curl pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχιζόμενοι — βοστρυχίζω curl pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχιζόμενος — βοστρυχίζω curl pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχίζεται — βοστρυχίζω curl pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοστρυχίζων — βοστρυχίζω curl pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριζάρω — Ν σγουραίνω, κατσαρώνω τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friser «βοστρυχίζω, κατσαρώνω τα μαλλιά»] … Dictionary of Greek